- φιλόπλουτος
- φιλόπλουτοςloving richesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόπλουτος — η, ο / φιλόπλουτος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσουν τα πλούτη, που επιδιώκει επίμονα να γίνει πλούσιος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοπλουτία* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπλουτον η φιλοπλουτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ … Dictionary of Greek
φιλόπλουτος — η, ο αυτός που αγαπάει τον πλούτο, αυτός που θέλει να γίνει πλούσιος ή να επιδειχτεί ως πλούσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόπλουτον — φιλόπλουτος loving riches masc/fem acc sg φιλόπλουτος loving riches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλούτοιο — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλούτοις — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλούτους — φιλόπλουτος loving riches masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλούτων — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλούτῳ — φιλόπλουτος loving riches masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπλουτε — φιλόπλουτος loving riches masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπλουτοι — φιλόπλουτος loving riches masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)